- υπόστροφος
- ος, ο[ν] мед. возвратный, дающий рецидивы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπόστροφος — η, ο / ὑπόστροφος, ον, ΝΜΑ [ὑποστρέφω] αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται νεοελλ. 1. (για ασθένεια) αυτός που επανεμφανίζεται 2. φρ. α) «υπόστροφος πυρετός» ιατρ. λοιμώδες νόσημα που προκαλείται από διάφορα είδη τρεπονημάτων και μεταδίδεται με … Dictionary of Greek
ὑποστρόφως — ὑπόστροφος turning back adverbial ὑπόστροφος turning back masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόστροφον — ὑπόστροφος turning back masc/fem acc sg ὑπόστροφος turning back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόστροφα — ὑπόστροφος turning back neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόστροφοι — ὑπόστροφος turning back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυπόστροφος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να επιστρέφει, να επανέρχεται 2. (για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὑπόστροφος «αυτός που γυρίζει πίσω, που επανέρχεται»] … Dictionary of Greek
ψείρες — (φθείρες). Έντομα της τάξης των ανοπλούρων της οικογένειας των φθειριδών, που περιλαμβάνει αιματοφάγα εξωπαράσιτα του ανθρώπου και των πιθήκων. Το κεφάλι δεν έχει oφθαλμίδια και τα στοματικά όργανα είναι δηκτικού και μυζητικού τύπου. Ο θώρακας,… … Dictionary of Greek